- φυτοχημεία
- ηκλάδος της γεωργικής χημείας που ερευνά τα χημικά συστατικά των διάφορων φυτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτοχημεία — η, Ν (βιοχ. χημ.) 1. η μελέτη τής χημικής δομής και τών χημικών διεργασιών που συντελούνται στα φυτά, κυρίως τής αύξησης και τού μεταβολισμού 2. η μελέτη τής χημικής δομής τών φυτικών προϊόντων … Dictionary of Greek